- καθαρογράφηση
- η1. ευανάγνωστη σύνταξη εγγράφου χωρίς διαγραφές και προσθήκες2. αντιγραφή εγγράφου από το πρόχειρο πρωτότυπο σε καθαρό χαρτί, χωρίς λάθη.[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρογραφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.